- καταδεικνύω
- proclaim
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
καταδεικνύω — καταδεικνύω, κατέδειξα βλ. πίν. 87 και (σπάν.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταδεικνύω — και καταδείχνω (AM καταδεικνύω, Α και καταδείκνυμι) 1. ανακαλύπτω ή επινοώ κάτι και τό κάνω γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», Ηρόδ.) 2. έχω και προβάλλω αποδείξεις για να επικυρώσω κάτι, αποδεικνύω μσν. κατασκευάζω αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
διαείδω — (I) διαείδω (Α) 1. διακρίνω καταδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *διαFείδω. Το β συνθετικό τής λ. *είδω δεν μαρτυρείται ως ενεργ. αλλά απαντά μόνο μέσο είδομαι*]. (II) διαείδω και αττ. τ. διᾴδω (Α) [αείδω] 1. διαγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 2. κάνω… … Dictionary of Greek
επιδηλώ — ἐπιδηλῶ, όω (AM) δηλώνω φανερά, καταδεικνύω … Dictionary of Greek
παραδειγματίζω — ΝΑ [παράδειγμα] 1. προβάλλω κάτι προηγούμενο ως παράδειγμα («λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῡ λαοῡ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοῡς κυρίῳ», ΠΔ) 2. καθιστώ κάτι κατανοητό με παράδειγμα, καταδεικνύω κάτι με παράδειγμα 3. διδάσκω κάποιον δίνοντάς του… … Dictionary of Greek
παραδηλώ — (I) έω, Μ παραβλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δηλῶ / δηλοῦμαι «πληγώνω, καταστρέφω»]. (II) όω, ΜΑ μσν. προαναγγέλλω, προλέγω αρχ. 1. δεικνύω, αποδεικνύω, καταδεικνύω, αποκαλύπτω, φανερώνω: i) με άμεσο τρόπο ii) με ψευδή προσχήματα, ψευδείς… … Dictionary of Greek
προαποδείκνυμι — Α 1. αποδεικνύω ή καταδεικνύω κάτι εκ τών προτέρων («τοιάδε ἀλλήλοις ἀπό τε τῆς στολῆς καὶ τῶν σχημάτων προαπεδείκνυντο», Αππ.) 2. παθ. προαποδείκνυμαι (για άρχοντες) διορίζομαι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προκαταδείκνυμι — και προκαταδεικνύω Α καταδεικνύω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταδείκνυμι «αποδεικνύω, δείχνω τον τρόπο»] … Dictionary of Greek
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek